- νεόδρομος
- νεό-δρομος, ον,A just having run, νεοδρόμῳ λαβὼν θήρῃ, i.e. νεοθήρευτον λαβών, Babr.106.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεόδρομος — νεόδρομος, ον (Α) αυτός που πρόσφατα έφυγε τρεχάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δρόμος (πρβλ. ιππό δρομος)] … Dictionary of Greek
νεοδρόμῳ — νεόδρομος just having run masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek